χειρόβολο(ν)
Смотреть что такое "χειρόβολο(ν)" в других словарях:
χειρόβολο — και χερόβολο, το / χειρόβολον και χερόβολον, ΝΜ δέσμη από σιτηρά ή από στελέχη άλλων φυτών, όσα μπορεί να κρατήσει η χούφτα νεοελλ. παροιμ. «εσύ κακό χερόβολο και εγώ κακό δεμάτι» λέγεται για ανταπόδοση κακού, για εκδίκηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)… … Dictionary of Greek
χειρ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού λέξεων, ιδίως ονομάτων, όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χείρ, χειρός «χέρι». Τα σύνθετα με χειρ(ο) μπορεί να αναφέρονται γενικά στο χέρι, ενώ ειδικότερα δηλώνουν την ενέργεια που γίνεται … Dictionary of Greek
χειροβολιάζω — και χεροβολιάζω Ν [χειρόβολο] 1. πιάνω με το χέρι 2. κάνω χειρόβολα, δέσμες από στάχια … Dictionary of Greek
χερόβολο — το / χερόβολον, ΝΜ βλ. χειρόβολο … Dictionary of Greek