χειρόβολο(ν)

χειρόβολο(ν)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "χειρόβολο(ν)" в других словарях:

  • χειρόβολο — και χερόβολο, το / χειρόβολον και χερόβολον, ΝΜ δέσμη από σιτηρά ή από στελέχη άλλων φυτών, όσα μπορεί να κρατήσει η χούφτα νεοελλ. παροιμ. «εσύ κακό χερόβολο και εγώ κακό δεμάτι» λέγεται για ανταπόδοση κακού, για εκδίκηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)… …   Dictionary of Greek

  • χειρ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού λέξεων, ιδίως ονομάτων, όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χείρ, χειρός «χέρι». Τα σύνθετα με χειρ(ο) μπορεί να αναφέρονται γενικά στο χέρι, ενώ ειδικότερα δηλώνουν την ενέργεια που γίνεται …   Dictionary of Greek

  • χειροβολιάζω — και χεροβολιάζω Ν [χειρόβολο] 1. πιάνω με το χέρι 2. κάνω χειρόβολα, δέσμες από στάχια …   Dictionary of Greek

  • χερόβολο — το / χερόβολον, ΝΜ βλ. χειρόβολο …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»